ηλικία

ηλικία
η
1) возраст;

εφηβική ( — или νεανική) ηλικία — юность, пора юности, юношеский возраст;

βρεφική ηλικία — младенчество, младенческий возраст;

ανδρική ηλικία — возмужалость;

νόμιμη ηλικία — совершеннолетие;

ώριμος (προχωρημένη) ηλικία — зрелый (преклонный) возраст;

γεροντική ηλικία — старческий возраст, старость;

ηλικία στρατεύσεως — призывной возраст;

νέος στην ηλικία — молодой (о человеке); — брю ηλικίας — возрастной ценз;

φτάνω σε ηλικία — становиться взрослым;

πέρασα την ηλικία αυτή... — я уже вы- шел из того возраста, когда...;

απ' την παιδική ηλικία — или εκ παιδικής ηλικίας — с детства;

σε ηλικία πενήντα ετών — в возрасте пятидесяти лет;

τί ηλικία έχει; — или τί ηλικίας είναι; — сколько ему лет?;

2) воен, призывной возраст;

καλώ υπό τα όπλα πέντε ηλικίες — призвать в армию пять призывных возрастов;

3) стаж;

έχω μεγάλη κομματική ηλικία — иметь большой партийный стаж;

4) метрическая запись (о рождении), дата рождения;
5) время со дня основания, сооружения, «возраст» (здания, города и т. п.);

η ηλικία τού Παρθενώνος — время постройки Парфенона;

§ έχω την ηλικία μου — я уже не молод


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "ηλικία" в других словарях:

  • ἡλικία — ἡλικίᾱ , ἡλικία time of life fem nom/voc/acc dual ἡλικίᾱ , ἡλικία time of life fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …   Dictionary of Greek

  • ηλικία — η 1. το χρονικό διάστημα από τη γέννηση κάποιου όντος ως τότε που γίνεται λόγος γι αυτό: Παντρεύτηκε σε ηλικία 30 χρονών. – Ο Παρθενώνας έχει ηλικία γύρω στα 2.500 χρόνια. 2. κάποια περίοδος της ζωής του ανθρώπου: Εφηβική ηλικία. – Ώριμη ηλικία.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡλικίᾳ — ἡλικίαι , ἡλικία time of life fem nom/voc pl ἡλικίᾱͅ , ἡλικία time of life fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικίας — ἡλικίᾱς , ἡλικία time of life fem acc pl ἡλικίᾱς , ἡλικία time of life fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικίαι — ἡλικία time of life fem nom/voc pl ἡλικίᾱͅ , ἡλικία time of life fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικίαν — ἡλικίᾱν , ἡλικία time of life fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιέων — ἡλικία time of life fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιῶν — ἡλικία time of life fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικίαις — ἡλικία time of life fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικίη — ἡλικία time of life fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»